- οἰμωκτικός
- οἰμ-ωκτικός, ή, όν,A inclined to wailing, Sch.S.Ph.203.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιμωκτικός — οἰμωκτικός, ή, όν (Α) [οιμωκτός] αυτός που έχει τάση για θρήνο, θρηνώδης … Dictionary of Greek
οἰμωκτικόν — οἰμωκτικός inclined to wailing masc acc sg οἰμωκτικός inclined to wailing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωκτικῆς — οἰμωκτικός inclined to wailing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)